καταφερτζού

καταφερτζού
ή
βλ. καταφερτζής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καταφερτζής — ὁ θηλ. καταφερτζού αυτός που επιδιώκει κάτι και τό επιτυγχάνει με οποιοδήποτε μέσο, επιτήδειος, επιδέξιος, καπάτσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καταφερ τού καταφέρνω (πρβλ. αόρ. κατάφερ α) + κατάλ. τζής / τζού (πρβλ. γκαφα τζής, κουλουρ τζής)] …   Dictionary of Greek

  • καταφερτζής — ο θηλ. καταφερτζού εκείνος που τα καταφέρνει, καπάτσος: Θα τον πείσει, γιατί είναι καταφερτζής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”